- ἐκράτουν
- κρατέωto be strongimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)κρατέωto be strongimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀκράτουν — ἀ̱κράτουν , ἀκρατέω to be imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀ̱κράτουν , ἀκρατέω to be imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἐκράτουν , κρατέω to be strong imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐκράτουν , κρατέω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek